ωριαίος — α, ο / ὡριαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο διάλειμμα» β. «ὡριαῑα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις») 2. φρ. α) «ωριαία γωνία» αστρον. η γωνία η οποία σχηματίζεται… … Dictionary of Greek
ωριαίος άξονας — Λέγεται και άξονας του κόσμου. Πρόκειται για τη νοητή ευθεία γραμμή, που περνά από τους δύο πόλους γύρω από την οποία φαίνεται ότι γίνεται η ημερήσια κίνηση. Ο άξονας αυτός σχηματίζει γωνία με τον ορίζοντα, ίση με το πλάτος του τόπου. Παράλληλα… … Dictionary of Greek
ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… … Dictionary of Greek
ὡριαίων — ὡριαῖος an hour long fem gen pl ὡριαῖος an hour long masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριαίοις — ὡριαῖος an hour long masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριαίου — ὡριαῖος an hour long masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριαίους — ὡριαῖος an hour long masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριαίῳ — ὡριαῖος an hour long masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
ὡριαία — ὡριαίᾱ , ὡριαῖος an hour long fem nom/voc/acc dual ὡριαίᾱ , ὡριαῖος an hour long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)